- καταπαυστήριον
- καταπαυστήριον, τὸ (Α)(ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπαυστήριον — means of putting to rest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαυστήρια — καταπαυστήριον means of putting to rest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)